Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐς ἄρχοντας

См. также в других словарях:

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • Άρχοντας, Πέτρος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Ξυλάρχοντας, καπετάνιος από τον Άγιο Ιωάννη της Κυνουρίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο. Το 1826 με 150 στρατιώτες του και με αρχηγό τον Γενναίο Κολοκοτρώνη συμμετείχε στην εκστρατεία της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — ο θηλ. αρχόντισσα πληθ. άρχοντες και αρχόντοι και αρχοντάδες, ευγενής στην καταγωγή, πρόκριτος, πλούσιος: Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας... (κάλαντα των Χριστουγέννων)· τιμητική προσφώνηση: «άρχοντά μου» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄρχοντας — ἄρχω to be first pres part act masc acc pl ἄρχων ruler masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Γεώργιος — Άρχοντας μέγας πρωτέκδικος του οικουμενικού πατριαρχείου. Ήταν ο πρώτος ιστοριοδίφης της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. Ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία και διακρίθηκε ως ένας από τους δοκιμότερους εκκλησιαστικολόγους δημοσιογράφους.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • προάρχω — ΜΑ μσν. προΐσταμαι αρχ. 1. κάνω πρώτος αρχή 2. χρηματίζω προηγουμένως άρχοντας 3. είμαι πρώην άρχοντας ενός τόπου 4. είμαι προηγουμένως αρχηγός ή επώνυμος άρχοντας κάποιου …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»